μηδισμόν

μηδισμόν
Μηδισμός
leaning towards the Medes
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μηδισμόν — Μηδισμός leaning towards the Medes masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηδισμός — ο (Α μηδισμός) [μηδίζω] το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τούς Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”